- θεοτοκίον
- το (Μ θεοτοκίον) [θεοτόκος]τροπάριο που αναφέρεται στη θεοτόκο και επισφραγίζει σειρά τροπαρίων, αντιφώνων κ.λπ.,ή ακολουθεί μεμονωμένα τροπάρια (εξαποστειλάρια, δοξαστικά κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Troparion — A troparion (Greek: τροπάριον, plural: troparia, τροπάρια; Church Slavonic: тропарь, tropar ) in Byzantine music and in the religious music of Eastern Orthodoxy is a short hymn of one stanza, or one of a series of stanzas. The word probably… … Wikipedia
Стихира — (позднегреч. στιχηρόν, от греч. στίχος стихотворная строка, стих), в Православном богослужении гимнографический текст строфической формы, приуроченный к псалму (отсюда название). В стихирах проводится тема дня или воспоминаемого события. Число… … Википедия
богородичьнъ — (2*) пр. То же, что богородицинъ. В роли с.: i ны(н). бг҃ченъ гл҃соу. ПКП 1406, 3а; б҃ченъ гласоу. Там же, 3б; ϑεομήτορος Вост., I, 26; ϑεοτόκιον Срезн., I, 135 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
TRIADICA — Τριαδικὰ, item Γ῞μνοι τριαδικοὶ, Graecis dicuntur hymni, in quorum singulis odis cuiusque Canonis duo postremi versus semper finiuntur, cum laude SS. Triadis, unde nomen, ac B. Virginis: et quidem penultimus notatur literâ T. appellaturque… … Hofmann J. Lexicon universale
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
ДОГМАТИК — [греч. δογματικὸν (Θεοτοκίον)], один из видов богородичнов Октоиха. Д. называются стихиры на воскресных малой (богородичны на «Господи, воззвах» и на стиховне) и великой (богородичен на «Господи, воззвах») вечерен (в рукописях Д. иногда… … Православная энциклопедия